- ὑδαταίνω
- ὑδαταίνω, wassersüchtig sein, auch von Weibern = wässerige Reinigung haben
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
υδαταίνω — Α [ὕδωρ, ὕδατος] 1. (για γυναίκα) έχω υδαρή καταμήνια 2. μέσ. ὑδαταίνομαι είμαι υδρωπικός … Dictionary of Greek
ύδωρ — το / ὕδωρ, ατος, ΝΜΑ, και ὕδρω, και βοιωτ. τ. οὕδωρ και μτγν. ὕδος, Α (στην νεοελλ. λόγιος τ.) το νερό 2. φρ. α) «γην και ύδωρ» βλ. γη β) «ύδατος και γης απαγόρευσις» (στην αρχ. Ρώμη) μορφή εκούσιας εξορίας ενός εγκληματία στον οποίο απαγορευόταν … Dictionary of Greek